στροβίλινος

στροβίλινος
-ίνη, -ον, Α
κατασκευασμένος από κώνο πεύκου, πεύκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος «κουκουνάρι» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στροβίλινον — στροβίλινος of a pine cone masc acc sg στροβίλινος of a pine cone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλίνη — στροβίλινος of a pine cone fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλίνην — στροβίλινος of a pine cone fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλίνης — στροβίλινος of a pine cone fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλίνου — στροβίλινος of a pine cone masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλίνῃ — στροβίλινος of a pine cone fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”